Η χαμένη κόρη.
Διάβασα την τελευταία σελίδα και έκλεισα το βιβλίο. «Η χαμένη κόρη» από την Έλενα Φεράντε. Μία ακόμη ανάγνωση που τελείωσε σε κλεμμένο αλλά ασταμάτητο ρυθμό, με το ταξίδι στα παράλια του Ιονίου να διαδραματίζεται στους νευρώνες της φαντασίας μου σχεδόν κλέβοντας το χρόνο, ακόμα και όταν ήταν το βιβλίο ξεκουραζόταν στο τραπέζι. Η Φεράντε έχει αυτόν το τρόπο να γράφει που με κάνει να εθίζομαι, να έχω την ανάγκη να της αφιερωθώ, μέχρι να φτάσω στο τέλος. Στην τελική πρόταση.
Στο μικρό αλλά έντονο καινούριο της βιβλίο, αποδομεί κάθε ψυχική γωνιά της μάνας που περιγράφει, με έναν συγκαλυμμένο τρόπο. Αν ζητήσεις την περίληψη της ιστορίας είναι η εξής : μια σχέση από «απόσταση», στο διάστημα που μπορούν να διαρκέσουν οι μέσες καλοκαιρινές διακοπές, μια μεσήλικης μαμάς και μίας νέας μαμάς στα μεσογειακά παράλια της Ιταλίας.
Στις δικές μου ανάγκες όμως είναι η ιστορία μιας μαμάς που κάνει την αναδρομή στη μητρότητα και εν μέρει στη συζυγική της ιδιότητα και δεν αποφεύγει να εκτεθεί σε ξένα μάτια, όσο αποτρόπαιη κι αν μοιάζει η εγκατάλειψη των αθώων νηπίων της.
Μια μάνα που στη διαδρομή της μητρότητας αποφάσισε να εγκαταλείψει το ρόλο της. Τρια χρόνια της πήρε για να ξαναγυρίσει στο μεγάλωμα των παιδιών της. Εγκατέλειψε γιατί δεν αισθανόταν ο εαυτός της. Ήταν κουρασμένη, σμπαραλιασμένη, συγχυσμένη στη ζωή της μαμάς.
Είναι μια υπερβολική απόδοση των λύσεων που βρίσκει η μέση μαμά για να ηρεμήσει το μυαλό της, ωστόσο όχι υπέρμετρα παράλογη.
Θέλω να πω, η αλλαγή που υφίσταται ένας θηλυκός άνθρωπος με την άφιξη ενός παιδιού, του παιδιού του είναι σαρωτική. Η απόλυτη σύνθλιψη του «εγώ». Κανένα όριο και καμία αντίσταση στο νέο αυτό πλάσμα που απαιτεί την ύπαρξη σου, την απόλυτη αφοσίωση, την υπέρμετρη θυσία, δίχως επιλογή. Θα ξυπνήσεις δέκα φορές τη νύχτα, θα ματώσεις, θα πονέσεις, θα καταρρεύσεις, αλλά θα συνεχίσεις. Γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Σαν να εξαρτάται η δική σου η επιβίωση, από την επιβίωση αυτού του πλάσματος. Μόνο εσύ μπορείς να του δώσεις ζωή και μόνο εσύ μπορείς να το διατηρήσεις σε αυτήν.
“Η απόλυτη σύνθλιψη του «εγώ».”
Και μετά μεγαλώνει και μπορεί να κινηθεί χωρίς εσένα, μπορεί να επιβιώσει χωρίς την αέναη επιφυλακή σου, κόβει κομματάκι κομματάκι τον ομφάλιο λώρο αλλά ποτέ δεν θα αποφυλακίσει την ψυχή σου από την ανάσα του. Σαν να παρέδωσες τα κλειδιά της ζωής σου, της ύπαρξής σου σε δύο μικροσκοπικά χέρια με το πρώτο κλάμα.
Σαρωτικό συναίσθημα, αφάνταστη συνθήκη στη ματιά του άτεκνου εαυτού σου. Κι όμως. Παραδίνεσαι χωρίς τέλος, χωρίς σταματημό, μέχρι… Μέχρι πότε άραγε; Μέχρι να τελειώσει ο χρόνος σου σε αυτή τη γη; Μέχρι να περάσουν τα χρόνια της φυσικής εξάρτησης; Μέχρι όσο αντέχεις;
Η ηρωίδα του βιβλίου, η καταπιεσμένη νέα μαμά, που αισθάνθηκε ότι πέταξε τα ατομικά όνειρά της στην κατσαρόλα του καθημερινού διαιτολογίου της αστικής-ακαδημαϊκοφορούσας οικογένειάς της, πήρε το χρόνο και έφυγε. Εγκατέλειψε τα τέκνα και τον σύζυγο για να βρει την πνευματική ολοκλήρωσή της. Κι όμως επέστρεψε, από εγωισμό όπως παραδέχεται, καθώς θεώρησε πως το πιο επιτυχημένο πόνημά της ήταν τα παιδιά της.
Και κοιτάω δεξιά στην αναπόφευκτη ακαταστασία του σπιτιού μου, στα αναποδογυρισμένα μαξιλάρια του καναπέ και στο σπασμένο διακοσμητικό σαλονιού, ανάμεσα σε γέλια, ουρλιαχτά και νηπιακά δράματα και αισθάνομαι μικρές εκρήξεις ταύτισης και αποστροφής στην καταπατημένη μου διάνοια.
Διότι, φυσικά σε οράματα ανοίγω την πόρτα και αφήνω πίσω σε χολυγουντιανό μοτίβο εκρήξεις να συμβαίνουν στο σαλόνι μου, αλλά ταυτόχρονα απορώ με αποστροφή πώς κάποια διανοητικά υγιής εγκαταλείπει την απόλυτη μορφή αγάπης που μπορεί κανείς να νιώσει στην εγωιστική ύπαρξή του.
Με λίγα λόγια, για μία ακόμα φορά, στα δικά μου μάτια , η Έλενα Φεράντε , στν «Χαμένη κόρη» της, επιβεβαιώνει τον τίτλο της εξαιρετικής μυθιστοριογράφου που αναλύει την ψυχοσύνθεση της γυναίκας μάνας με έναν μοναδικό τρόπο.