Ανάμεσα σε ένα ξεφόρτωμα κοντέινερ για το μαγαζί που φτιάχνουμε, σε τσιρίδες, σε διαιτησία για κλεψιές παιχνιδιών, σε έρευνα αγοράς για παιδικό κρεββάτι και στο βάθος ένα σύζυγο που μόλις επέστρεψε απο την άλλη πλευρά του πλανήτη ήρθε η ώρα να γράψω το who is who μου.
Καλά, περιττό να αναφέρω ότι είχα αγχωθεί πού θα βρω τον χρόνο να είμαι συνεπής (στον εαυτό μου κυρίως) και με το δίκιο μου, γιατί διέκοψα για χιλιοστή φορά να γεμίσω έναν ιππόκαμπο κουβαδάκι με νερό για να πιούνε τα παιδιά μου που αποφάσισαν ότι είναι γάτες. Αλλά τα κατάφερα!
Ιδού λοιπόν η αυτοπεριγραφή.
Η κατάσταση μου περιγράφεται συνοπτικά ως εξής: Ελληνίδα μάνα στο Εξωτερικό. Μάνα δύο παιδιών, ενός αγοριού κούκλου, πανέξυπνου, (Ελληνίδα μάνα είπαμε) ετών 4,5 και μιας αμαζόνας, αλλά και τρομερά γλυκούλας μικρούλας 2,5 ετών, εκτός των συνόρων την χώρας, αλλά λίγο παραδίπλα, δηλαδή στην Κύπρο.
Γιατί όμως μεταξύ της συζύγου, της κόρης, της φίλης, της «επιχειρηματία» (χαχαχα), του κοινωνικού όντος ρε παιδί μου εν γένει, επέλεξα να προσδιοριστώ πάνω απ’ όλα ως μαμά;
Γιατί είναι η πιο δυνατή, υπεράνω εμού ιδιότητα που κατέχω, εκείνη η ιδιότητα που με έφερε πιο κοντά στον εαυτό μου, που με έκανε να αφήσω πίσω μου τον εγωισμό, που με έφερε στα όρια μου, που με προκαλεί συνέχεια και που με μαθαίνει κάθε ημέρα και κάθε ώρα κάτι καινούριο. Θα μπορούσα να μιλάω ή να γράφω πολλές σελίδες για τον όρο μαμά και τι μου έχει φέρει στη ζωή μου, αλλά θα επιλέξω να αφήσω το χρόνο να μας δώσει το περιθώριο να προσθέσουμε στη μαμά χαρακτηριστικά και συναισθήματα.
Η Αρχή
Η μετανάστευση έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2017 και τώρα αισίως μπορώ να πω ότι κάπως έχουμε μπει σε μια σειρά.
Ξεκινήσαμε για το νησί της Αφροδίτης για το γνωστό λόγο της ελληνικής οικονομικής κρίσης και με σκοπό να επενδύσουμε και να ανοίξουμε ένα δικό μας μαγαζί ώστε να έχουμε κάποια ελπίδα ότι θα μπορούμε να ζούμε τη ζωή μας με κάποια σχετικότερη ηρεμία και ασφάλεια απ΄ ότι στην πατρίδα. Εξού και το ξεφόρτωμα κοντέινερ. Τώρα αν αυτό θα ευοδώσει θα φανεί στο μέλλον. Ωστόσο μπορώ να πω ότι τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά εδώ. Από άποψη τουλάχιστον της ψυχολογίας του κόσμου, αλλά και της καθημερινότητας. Αλλά αυτά θα σας τα πω εν καιρώ.
Πάμε λίγο πίσω στο χρόνο.
Σαν καινούρια μαμά στην Ελλάδα έψαχνα τους ρυθμούς μου και τον τρόπο να συνδυάσω «καριέρα» (ο Θεός να την κάνει) και μητρότητα. Ταυτόχρονα με την συζυγική μου ιδιότητα αλλά και εκείνη του κοινωνικού ανθρώπου γενικότερα. Δύσκολο εγχείρημα. Τουλάχιστον για μένα. Κάπου δηλαδή έπαθα υπερκόπωση, έχασα κάποια κιλά, τα παιδιά μου άρχισαν να φρικάρουν και γενικότερα όπως λέει και ο λαός «δεν την πάλευα».
Η δουλειά μου σε μεγάλο όμιλο των media παρά τα όνειρα που έκανα όταν ξεκινούσα, μπορώ να πω ότι ήταν στο ελάχιστο ικανοποιητική. Όχι μάλλον δεν ήταν στο ελάχιστο ικανοποιητική. Ήταν καταπιεστική, στο γνωστό ανταγωνιστικό και συνάμα μίζερο περιβάλλον, καθόλου inspiring και ας μη μιλήσουμε για τις απολαβές. Έμενα εκεί στο υπόγειο γραφειάκι μου για 8 -9 ώρες τη μέρα και γύρναγα σπίτι τρέχοντας στις 7, για να πάω παιδικές χαρές, κολυμβητήρια, παιδικά πάρτυ, να κάνω μπάνια, να κοιμήσω και ξανά από την αρχή.
Τέλειο;
Έτσι λοιπόν, αφού το σκέφτηκα, έσπασα τα νεύρα μου, έκλαψα, συζήτησα με το μεγάλο μου αγόρι, παραιτήθηκα. Για το καλό των παιδιών μου, της ψυχικής μου υγείας και της ανθρωπότητας εν γένει. Και εκεί που είπα ωραία ας βρούμε τώρα τρόπο να δομήσουμε την καινούρια καθημερινότητα προέκυψε η ευκαιρία της Κύπρου. Και είπαμε με το αγόρι μου «και δεν το τολμάμε;» Ε και το τολμήσαμε.
Ήταν μια σκέψη που γενικότερα υπήρχε στο μυαλό μου, αλλά όχι τόσο στο δικό του, καθώς ήμασταν από τους τυχερούς και είχε/έχει μία αρκετά καλή δουλειά, με υψηλό πόστο αλλά και διότι εκείνος είχε ζήσει και παλαιότερα στο εξωτερικό και γνώριζε τι θα πει μετανάστευση.
Εντάξει βέβαια την Κύπρο δεν την λες και άλλη άκρη του κόσμου, αλλά και πάλι, οικογένεια, φίλοι, συγγενείς και γενικότερα ό,τι γνωρίζεις και δεν γνωρίζεις μένει πίσω.
Μετά λοιπόν από ένα χρόνο που πήραμε την απόφαση, 10 μήνες με τον άντρα μου να πηγαινοέρχεται Ελλάδα-Κύπρο τα Σαββατοκύριακα και πολλή ψυχική δυσκολία, είμαστε στο σήμερα. Όλη η οικογένεια στην ίδια χώρα και τα παιδιά να έχουν συνηθίσει αλλά και να έχουν αγαπήσει το καινούριο μας σπίτι και τη νέα μας ζωή.
Ήμασταν τυχεροί γιατί βρήκαμε πολύ γρήγορα παρέα, κάναμε καλούς φίλους, και τα Σαββατοκύριακα μας, ιδίως το καλοκαίρι, είναι σαν διακοπές. Η θάλασσα είναι δέκα λεπτά από το σπίτι μας, δεν έχει κίνηση για να φτάσουμε, δεν καίμε ένα τόνο βενζίνη, δεν ψάχνουμε πάρκινγκ τρεις ώρες, ούτε τσακωνόμαστε για τις ξαπλώστρες! Μια άλλη διάσταση. Πιο ανθρώπινη.
Ομολογώ ότι γέννημα θρέμμα κέντρου Αθηνών, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι εύκολα θα προσαρμοζόμουν σε μία επαρχία αλλά όταν μπαίνεις στο ρυθμό, χορεύεις. Και όταν καταλαβαίνεις ότι ο χορός δεν είναι εξαντλητικός αλλά ευχάριστος, είναι μια απόλαυση, μια ικανοποίηση αλλά και μια επιβεβαίωση ότι καλώς έπραξες.
Ξέρω ότι ακούγονται κάπως ρομαντικά και υπερ το δέον θετικά αλλά πάλεψα πολύ για να φτάσω σε αυτό το σημείο. Ανέβηκα τα κύματα, τα κατέβηκα, κολύμπησα γενικώς και κάπως επέπλευσα πλέον.
Το ερώτημα είναι πώς την πάλεψες με δύο παιδιά σε μία ξένη χώρα μόνη; Και η απάντηση είναι με τη βοήθεια της μαμάς μου. Που δεν αντέχει μακριά μας και που ευτυχώς σε αυτή τη φάση ήταν διατεθειμένη να έρθει για όσον καιρό θα τη χρειαζόμαστε μέχρι να πατήσουμε στα πόδια μας και να βρούμε τους ρυθμούς μας.
Και κάπως έτσι καταλήγουμε στο τι θα περιλαμβάνει αυτή η πλευρά. Ιστορίες μιας μαμάς, που από την Ελλάδα βρέθηκε στην Κύπρο και κάνει μια καινούρια αρχή. Σε μερικές ημέρες θα αλλάξει η ισορροπία μας και πάλι καθώς θα ανοίξει και το μαγαζί επιτέλους (ανοίγουμε ένα κατάστημα κρεπερί από γνωστή αλυσίδα της Ελλάδας) αλλά είμαστε αισιόδοξοι και ανυπομονούμε να δούμε πώς θα πάει. Έχει γίνει ένα όμορφο μαγαζί και εμείς συνειδητοποιούμε πλέον ότι έχουμε φτιάξει κάτι δικό μας. Η πρώτη μας κοινή ιδιοκτησία. Και αυτό το πραγματοποιήσαμε με πολύ κόπο και θυσίες. Είμαστε στη φάση που κάνουμε τις απαραίτητες προσευχές για να δούμε τους κόπους μας να αποδίδουν καρπούς.
Έτσι λοιπόν εδώ θα γράφω το δικό μου «ημερολόγιο». Για να τα διαβάζουν οι φίλοι που άφησα πίσω και να τους αισθάνομαι λίγο πιο κοντά μου.
Ώρα για ύπνο.